- περονίδιον
- περον-ίδιον, τό, Dim. ofA
περόνη 1.1
, POxy.496.3 (ii A. D.), Sch.E.Hec.1170.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περόνη 1.1
, POxy.496.3 (ii A. D.), Sch.E.Hec.1170.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περονίδιον — τὸ, Α [περόνη] μικρή περόνη … Dictionary of Greek